αβούρτσιστος

αβούρτσιστος
η , ο не чищенный щёткой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αβούρτσιστος" в других словарях:

  • αβούρτσιστος — η, ο [βουρτσίζω] αυτός που δεν ξεσκονίστηκε, δεν γυαλίστηκε ή δεν χτενίστηκε με βούρτσα …   Dictionary of Greek

  • αβούρτσιστος — η, ο εκείνος που δεν καθαρίστηκε με τη βούρτσα: Τα ρούχα ήταν αβούρτσιστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»